Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
συνεπιβάλλω
συνεπιβλάπτομαι
συνεπιβλέπω
συνεπιβοηθέω
View word page
συνεπευδοκέω
consent
ShortDef
consent
Debugging
Headword:
συνεπευδοκέω
Headword (normalized):
συνεπευδοκέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπευδοκεω
IDX:
84826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84827
Key:
Data
{'content': 'consent'}