Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
συνεπεισπίπτω
συνεπεισρέω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
συνεπέχω
συνεπηχέω
συνεπιβαίνω
View word page
συνεπεξεργάζομαι
help in performing

ShortDef

help in performing

Debugging

Headword:
συνεπεξεργάζομαι
Headword (normalized):
συνεπεξεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπεξεργαζομαι
IDX:
84822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84823
Key:

Data

{'content': 'help in performing'}