Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπείγω
συνέπειμι
συνέπειξις
συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
συνεπεισπίπτω
συνεπεισρέω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
συνεπεύχομαι
View word page
συνεπελαφρίζω
to be made light with

ShortDef

to be made light with

Debugging

Headword:
συνεπελαφρίζω
Headword (normalized):
συνεπελαφρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεπελαφριζω
IDX:
84819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84820
Key:

Data

{'content': 'to be made light with'}