Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέπεια
συνεπείγω
συνέπειμι
συνέπειξις
συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
συνεπεισπίπτω
συνεπεισρέω
συνεπεισφέρω
συνεπεκπίνω
συνεπεκτείνω
συνεπελαφρίζω
συνεπελαφρύνω
συνεπεμβαίνω
συνεπεξεργάζομαι
συνεπερείδω
συνεπερίζω
συνεπέρχομαι
συνεπευδοκέω
συνεπευθύνω
συνεπευφημέω
View word page
συνεπεκτείνω
extend

ShortDef

extend

Debugging

Headword:
συνεπεκτείνω
Headword (normalized):
συνεπεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
συνεπεκτεινω
IDX:
84818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84819
Key:

Data

{'content': 'extend'}