Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
συνεπανήκω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνεπαρήγω
συνεπασκέω
συνεπαύξω
συνεπαφίημι
συνέπεια
συνεπείγω
συνέπειμι
συνέπειξις
συνεπείσειμι
συνεπεισκυκλέω
συνεπεισπίπτω
View word page
συνεπαρήγω
succour together

ShortDef

succour together

Debugging

Headword:
συνεπαρήγω
Headword (normalized):
συνεπαρήγω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαρηγω
IDX:
84804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84805
Key:

Data

{'content': 'succour together'}