Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
συνεπανήκω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνεπαρήγω
συνεπασκέω
συνεπαύξω
συνεπαφίημι
View word page
συνεπακολουθέω
to follow closely

ShortDef

to follow closely

Debugging

Headword:
συνεπακολουθέω
Headword (normalized):
συνεπακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπακολουθεω
IDX:
84797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84798
Key:

Data

{'content': 'to follow closely'}