Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
συνεπανήκω
συνεπανίσταμαι
συνεπανορθόω
συνεπαρήγω
συνεπασκέω
View word page
συνεπαιτιάομαι
to accuse also of

ShortDef

to accuse also of

Debugging

Headword:
συνεπαιτιάομαι
Headword (normalized):
συνεπαιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαιτιαομαι
IDX:
84795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84796
Key:

Data

{'content': 'to accuse also of'}