Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
συνεορτάζω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
συνεπαλαλάζω
συνεπαμύνω
View word page
συνεπαινέω
to approve, together, give joint assent, consent
ShortDef
to approve, together, give joint assent, consent
Debugging
Headword:
συνεπαινέω
Headword (normalized):
συνεπαινέω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαινεω
IDX:
84790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84791
Key:
Data
{'content': 'to approve, together, give joint assent, consent'}