Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
συνεορτάζω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
συνεπακτήρ
View word page
συνεπαγωνίζομαι
to join in stirring up a contest besides

ShortDef

to join in stirring up a contest besides

Debugging

Headword:
συνεπαγωνίζομαι
Headword (normalized):
συνεπαγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεπαγωνιζομαι
IDX:
84788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84789
Key:

Data

{'content': 'to join in stirring up a contest besides'}