Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξορούω
συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
συνεορτάζω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
συνεπακολουθέω
View word page
συνεπάγω
to lead together against

ShortDef

to lead together against

Debugging

Headword:
συνεπάγω
Headword (normalized):
συνεπάγω
Headword (normalized/stripped):
συνεπαγω
IDX:
84787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84788
Key:

Data

{'content': 'to lead together against'}