Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεξορμάω
συνεξορούω
συνεξουρέω
συνεξούσιος
συνεξυγραίνω
συνεξυμνέω
συνεξωθέω
συνεξωραΐζω
συνεορτάζω
συνεορταστής
συνεοχμός
συνεπάγω
συνεπαγωνίζομαι
συνεπᾴδω
συνεπαινέω
συνέπαινος
συνεπαίρω
συνεπαισθάνομαι
συνεπαίσθησις
συνεπαιτιάομαι
συνεπαιωρέομαι
View word page
συνεοχμός
a joining, joint
ShortDef
a joining, joint
Debugging
Headword:
συνεοχμός
Headword (normalized):
συνεοχμός
Headword (normalized/stripped):
συνεοχμος
IDX:
84786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84787
Key:
Data
{'content': 'a joining, joint'}