Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
συνεξόζω
συνεξοιδέω
συνεξοικονομέω
συνεξοκέλλω
συνεξολισθάνω
συνεξόμνυμι
συνεξομοιόω
συνεξομοίωσις
συνεξορθιάζω
συνεξορίζω
View word page
συνεξοδεύω
go out along with

ShortDef

go out along with

Debugging

Headword:
συνεξοδεύω
Headword (normalized):
συνεξοδεύω
Headword (normalized/stripped):
συνεξοδευω
IDX:
84765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84766
Key:

Data

{'content': 'go out along with'}