Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
συνεξιχνεύω
συνεξοδεύω
View word page
συνεξημερόομαι
to be civilised together

ShortDef

to be civilised together

Debugging

Headword:
συνεξημερόομαι
Headword (normalized):
συνεξημερόομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξημεροομαι
IDX:
84755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84756
Key:

Data

{'content': 'to be civilised together'}