Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισόω
συνεξίσταμαι
συνεξισχύω
View word page
συνεξευρίσκω
to assist in finding out

ShortDef

to assist in finding out

Debugging

Headword:
συνεξευρίσκω
Headword (normalized):
συνεξευρίσκω
Headword (normalized/stripped):
συνεξευρισκω
IDX:
84753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84754
Key:

Data

{'content': 'to assist in finding out'}