Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
συνεξικμάζω
συνεξικνέομαι
συνεξιππάζομαι
συνεξισόω
View word page
συνεξετάζω
to search out and examine along with
ShortDef
to search out and examine along with
Debugging
Headword:
συνεξετάζω
Headword (normalized):
συνεξετάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεξεταζω
IDX:
84751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84752
Key:
Data
{'content': 'to search out and examine along with'}