Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
ἀντευνοέω
ἀντευπάσχω
ἀντευποιέω
ἀντευποιΐα
ἀντεύφρασμα
ἀντευχαριστητέον
ἀντεφεστιάω
View word page
ἀντευεργέτημα
kindness returned

ShortDef

kindness returned

Debugging

Headword:
ἀντευεργέτημα
Headword (normalized):
ἀντευεργέτημα
Headword (normalized/stripped):
αντευεργετημα
IDX:
8474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8475
Key:

Data

{'content': 'kindness returned'}