Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευρίσκω
συνεξηγέομαι
συνεξημερόομαι
συνεξιάομαι
συνεξιδρόω
View word page
συνεξερεύθω
inflame together

ShortDef

inflame together

Debugging

Headword:
συνεξερεύθω
Headword (normalized):
συνεξερεύθω
Headword (normalized/stripped):
συνεξερευθω
IDX:
84747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84748
Key:

Data

{'content': 'inflame together'}