Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
συνεξέλκομαι
συνεξεμέω
συνεξεργάζομαι
συνεξερεύθω
συνεξερευνάω
συνεξερύω
συνεξέρχομαι
συνεξετάζω
συνεξεταστής
συνεξευρίσκω
View word page
συνεξελίττομαι
to be unrolled together

ShortDef

to be unrolled together

Debugging

Headword:
συνεξελίττομαι
Headword (normalized):
συνεξελίττομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξελιττομαι
IDX:
84743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84744
Key:

Data

{'content': 'to be unrolled together'}