Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
συνεξελεύθερος
συνεξελίττομαι
View word page
συνεξάπτω
set on fire

ShortDef

set on fire

Debugging

Headword:
συνεξάπτω
Headword (normalized):
συνεξάπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαπτω
IDX:
84733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84734
Key:

Data

{'content': 'set on fire'}