Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
συνέξειμι
συνεξελαύνω
View word page
συνεξαπατάω
to cheat together

ShortDef

to cheat together

Debugging

Headword:
συνεξαπατάω
Headword (normalized):
συνεξαπατάω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαπαταω
IDX:
84731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84732
Key:

Data

{'content': 'to cheat together'}