Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
συνεξαρκέω
συνεξάρχω
συνεξατμίζω
συνεξατονέω
συνεξεγείρομαι
View word page
συνεξανοίγω
help one to open a way

ShortDef

help one to open a way

Debugging

Headword:
συνεξανοίγω
Headword (normalized):
συνεξανοίγω
Headword (normalized/stripped):
συνεξανοιγω
IDX:
84729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84730
Key:

Data

{'content': 'help one to open a way'}