Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
συνεξαποστέλλω
συνεξάπτω
συνεξαριθμέω
View word page
συνεξαναλίσκομαι
to be exhausted together with

ShortDef

to be exhausted together with

Debugging

Headword:
συνεξαναλίσκομαι
Headword (normalized):
συνεξαναλίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεξαναλισκομαι
IDX:
84724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84725
Key:

Data

{'content': 'to be exhausted together with'}