Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
συνεξανίεμαι
συνεξανίστημι
συνεξανοίγω
συνεξανύω
συνεξαπατάω
View word page
συνεξαμαρτάνω
to have part in a fault

ShortDef

to have part in a fault

Debugging

Headword:
συνεξαμαρτάνω
Headword (normalized):
συνεξαμαρτάνω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαμαρτανω
IDX:
84721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84722
Key:

Data

{'content': 'to have part in a fault'}