Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεντείνω
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
συνεξαναλίσκομαι
συνεξαναπληρόω
συνεξανθέω
View word page
συνεξαλαπάζω
help to sack
ShortDef
help to sack
Debugging
Headword:
συνεξαλαπάζω
Headword (normalized):
συνεξαλαπάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαλαπαζω
IDX:
84716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84717
Key:
Data
{'content': 'help to sack'}