Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
συνεξαμιλλάομαι
View word page
συνεξακολουθέω
to follow constantly, to attend everywhere
ShortDef
to follow constantly, to attend everywhere
Debugging
Headword:
συνεξακολουθέω
Headword (normalized):
συνεξακολουθέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξακολουθεω
IDX:
84713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84714
Key:
Data
{'content': 'to follow constantly, to attend everywhere'}