Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνενοχλέω
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
συνεξαμείβω
View word page
συνεξαίρω
to assist in raising

ShortDef

to assist in raising

Debugging

Headword:
συνεξαίρω
Headword (normalized):
συνεξαίρω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαιρω
IDX:
84712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84713
Key:

Data

{'content': 'to assist in raising'}