Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεννοητέον
συνενοχλέω
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
συνεξάλλομαι
συνεξαμαρτάνω
View word page
συνεξαιρέω
to take out together, to help in removing
ShortDef
to take out together, to help in removing
Debugging
Headword:
συνεξαιρέω
Headword (normalized):
συνεξαιρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαιρεω
IDX:
84711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84712
Key:
Data
{'content': 'to take out together, to help in removing'}