Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεννέπω
συνεννοέω
συνεννοητέον
συνενοχλέω
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
συνεξαίρω
συνεξακολουθέω
συνεξακοντίζομαι
συνεξακούω
συνεξαλαπάζω
συνεξαλείφω
συνεξαλλάσσω
συνεξαλλοιόω
View word page
συνεξαιθριάζω
put into the open air together
ShortDef
put into the open air together
Debugging
Headword:
συνεξαιθριάζω
Headword (normalized):
συνεξαιθριάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεξαιθριαζω
IDX:
84709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84710
Key:
Data
{'content': 'put into the open air together'}