Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνενδύομαι
συνενείκομαι
συνένειμι
συνενεργέω
συνενεργής
συνενθάπτω
συνενθουσιάζω
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεννοέω
συνεννοητέον
συνενοχλέω
συνενόω
συνέντασις
συνενταφή
συνεντείνω
συνεξάγω
συνεξαιθερόω
συνεξαιθριάζω
συνεξαιματόω
συνεξαιρέω
View word page
συνεννοητέον
one must supply in thought

ShortDef

one must supply in thought

Debugging

Headword:
συνεννοητέον
Headword (normalized):
συνεννοητέον
Headword (normalized/stripped):
συνεννοητεον
IDX:
84701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84702
Key:

Data

{'content': 'one must supply in thought'}