Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
ἀντευνοέω
ἀντευπάσχω
View word page
ἀντερωτάω
to question in turn

ShortDef

to question in turn

Debugging

Headword:
ἀντερωτάω
Headword (normalized):
ἀντερωτάω
Headword (normalized/stripped):
αντερωταω
IDX:
8469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8470
Key:

Data

{'content': 'to question in turn'}