Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεμφαίνω
συνέμφασις
συνεμφέρω
συνεμφύρομαι
συνεμφύω
συνενδείκνυμι
συνένδησις
συνενδίδωμι
συνένδοσις
συνενδύομαι
συνενείκομαι
συνένειμι
συνενεργέω
συνενεργής
συνενθάπτω
συνενθουσιάζω
συνενθουσιάω
συνεννέπω
συνεννοέω
συνεννοητέον
συνενοχλέω
View word page
συνενείκομαι
to strike

ShortDef

to strike

Debugging

Headword:
συνενείκομαι
Headword (normalized):
συνενείκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνενεικομαι
IDX:
84692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84693
Key:

Data

{'content': 'to strike'}