Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεμβλητέος
συνεμβολή
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
συνεμφαίνω
συνέμφασις
συνεμφέρω
συνεμφύρομαι
συνεμφύω
συνενδείκνυμι
συνένδησις
συνενδίδωμι
συνένδοσις
συνενδύομαι
View word page
συνεμπυρίζω
burn, consume at the same time

ShortDef

burn, consume at the same time

Debugging

Headword:
συνεμπυρίζω
Headword (normalized):
συνεμπυρίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεμπυριζω
IDX:
84681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84682
Key:

Data

{'content': 'burn, consume at the same time'}