Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
ἀντεύκρατος
View word page
ἀντερῶ
to speak against, gainsay (fut)
ShortDef
to speak against, gainsay (fut)
Debugging
Headword:
ἀντερῶ
Headword (normalized):
ἀντερῶ
Headword (normalized/stripped):
αντερω
IDX:
8467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8468
Key:
Data
{'content': 'to speak against, gainsay (fut)'}