Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνελπίζω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβιβάζω
συνεμβλητέον
συνεμβλητέος
συνεμβολή
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
συνεμφαίνω
συνέμφασις
συνεμφέρω
συνεμφύρομαι
συνεμφύω
View word page
συνεμπίπτω
to fall in

ShortDef

to fall in

Debugging

Headword:
συνεμπίπτω
Headword (normalized):
συνεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεμπιπτω
IDX:
84676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84677
Key:

Data

{'content': 'to fall in'}