Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέλκω
συνελπίζω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβιβάζω
συνεμβλητέον
συνεμβλητέος
συνεμβολή
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
συνεμφαίνω
συνέμφασις
συνεμφέρω
συνεμφύρομαι
View word page
συνεμπίπρημι
to burn together

ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συνεμπίπρημι
Headword (normalized):
συνεμπίπρημι
Headword (normalized/stripped):
συνεμπιπρημι
IDX:
84675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84676
Key:

Data

{'content': 'to burn together'}