Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεληλυθότως
συνελίσσω
συνελκυστέον
συνελκυστέος
συνέλκω
συνελπίζω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβιβάζω
συνεμβλητέον
συνεμβλητέος
συνεμβολή
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
συνεμπνέω
συνέμπορος
συνέμπτωσις
συνεμπυρίζω
View word page
συνεμβλητέος
to be thrown in together

ShortDef

to be thrown in together

Debugging

Headword:
συνεμβλητέος
Headword (normalized):
συνεμβλητέος
Headword (normalized/stripped):
συνεμβλητεος
IDX:
84671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84672
Key:

Data

{'content': 'to be thrown in together'}