Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
ἀντευεργετικός
View word page
ἀντερύομαι
to make equal in weight with, to value equally with

ShortDef

to make equal in weight with, to value equally with

Debugging

Headword:
ἀντερύομαι
Headword (normalized):
ἀντερύομαι
Headword (normalized/stripped):
αντερυομαι
IDX:
8466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8467
Key:

Data

{'content': 'to make equal in weight with, to value equally with'}