Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνελεουρέω
συνελευθερόω
συνέλευσις
συνελευστικός
συνεληλυθότως
συνελίσσω
συνελκυστέον
συνελκυστέος
συνέλκω
συνελπίζω
συνεμβαίνω
συνεμβάλλω
συνεμβιβάζω
συνεμβλητέον
συνεμβλητέος
συνεμβολή
συνεμέω
συνεμπάσσω
συνεμπίπρημι
συνεμπίπτω
συνεμπλέκω
View word page
συνεμβαίνω
to embark together

ShortDef

to embark together

Debugging

Headword:
συνεμβαίνω
Headword (normalized):
συνεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεμβαινω
IDX:
84667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84668
Key:

Data

{'content': 'to embark together'}