Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
ἀντεταγών
ἀντεταιῶς
ἀντευδοκιμέω
ἀντευεργετέω
ἀντευεργέτημα
ἀντευεργέτης
View word page
ἀντέρομαι
to ask in turn (see ἀντείρομαι)

ShortDef

to ask in turn (see ἀντείρομαι)

Debugging

Headword:
ἀντέρομαι
Headword (normalized):
ἀντέρομαι
Headword (normalized/stripped):
αντερομαι
IDX:
8465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8466
Key:

Data

{'content': 'to ask in turn (see ἀντείρομαι)'}