Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
συνεκφωτίζω
συνεκχέω
συνεκχυμόω
συνέλασις
συνελαύνω
συνελέγχω
συνελεουρέω
συνελευθερόω
συνέλευσις
συνελευστικός
συνεληλυθότως
συνελίσσω
συνελκυστέον
View word page
συνεκχυμόω
assist nature in emptying

ShortDef

assist nature in emptying

Debugging

Headword:
συνεκχυμόω
Headword (normalized):
συνεκχυμόω
Headword (normalized/stripped):
συνεκχυμοω
IDX:
84653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84654
Key:

Data

{'content': 'assist nature in emptying'}