Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
συνεκφωτίζω
συνεκχέω
συνεκχυμόω
συνέλασις
συνελαύνω
View word page
συνεκφοιτάω
go constantly together

ShortDef

go constantly together

Debugging

Headword:
συνεκφοιτάω
Headword (normalized):
συνεκφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
συνεκφοιταω
IDX:
84645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84646
Key:

Data

{'content': 'go constantly together'}