Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
συνεκφωτίζω
συνεκχέω
συνεκχυμόω
View word page
συνεκφλεγμαίνω
become inflamed together

ShortDef

become inflamed together

Debugging

Headword:
συνεκφλεγμαίνω
Headword (normalized):
συνεκφλεγμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκφλεγμαινω
IDX:
84643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84644
Key:

Data

{'content': 'become inflamed together'}