Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
συνεκφωτίζω
View word page
συνεκφέρω
to carry out together

ShortDef

to carry out together

Debugging

Headword:
συνεκφέρω
Headword (normalized):
συνεκφέρω
Headword (normalized/stripped):
συνεκφερω
IDX:
84641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84642
Key:

Data

{'content': 'to carry out together'}