Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
συνεκφύομαι
συνεκφωνέω
View word page
συνεκφαντικός
connotative
ShortDef
connotative
Debugging
Headword:
συνεκφαντικός
Headword (normalized):
συνεκφαντικός
Headword (normalized/stripped):
συνεκφαντικος
IDX:
84640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84641
Key:
Data
{'content': 'connotative'}