Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
συνεκφρύγω
View word page
συνεκτροχάζω
compete

ShortDef

compete

Debugging

Headword:
συνεκτροχάζω
Headword (normalized):
συνεκτροχάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτροχαζω
IDX:
84638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84639
Key:

Data

{'content': 'compete'}