Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
συνεκφορέω
View word page
συνέκτροφος
reared up together

ShortDef

reared up together

Debugging

Headword:
συνέκτροφος
Headword (normalized):
συνέκτροφος
Headword (normalized/stripped):
συνεκτροφος
IDX:
84637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84638
Key:

Data

{'content': 'reared up together'}