Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
συνεκφοιτάω
συνεκφορά
View word page
συνεκτρίβω
destroy utterly together

ShortDef

destroy utterly together

Debugging

Headword:
συνεκτρίβω
Headword (normalized):
συνεκτρίβω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτριβω
IDX:
84636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84637
Key:

Data

{'content': 'destroy utterly together'}