Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
συνεκφλογόομαι
View word page
συνεκτρέφω
to rear up along with

ShortDef

to rear up along with

Debugging

Headword:
συνεκτρέφω
Headword (normalized):
συνεκτρέφω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτρεφω
IDX:
84634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84635
Key:

Data

{'content': 'to rear up along with'}