Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
συνεκφέρω
συνεκφεύγω
συνεκφλεγμαίνω
View word page
συνεκτρέπομαι
vary with

ShortDef

vary with

Debugging

Headword:
συνεκτρέπομαι
Headword (normalized):
συνεκτρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτρεπομαι
IDX:
84633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84634
Key:

Data

{'content': 'vary with'}