Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
συνεκφαντικός
View word page
συνεκτοκίζω
help in parturition

ShortDef

help in parturition

Debugging

Headword:
συνεκτοκίζω
Headword (normalized):
συνεκτοκίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτοκιζω
IDX:
84630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84631
Key:

Data

{'content': 'help in parturition'}